ὑπέσχημαι

ὑπέσχημαι
ὑπέσχημαι,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπέσχημαι — ὑπισχνέομαι take upon oneself perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεσχημένος — η, ο, Ν 1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών») 2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού αρχ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”